- τέτραξ
- -αγος, ο, ΝΜΑ, γεν. και -ακος, Ανεοελλ.ονομασία ενός είδους τού γένους ωτίς, αλλ. μικρός αγριόγαλοςμσν.-αρχ.1. ονομασία δύο άγριων πτηνών2. είδος μικρού πτηνού που μοιάζει με τον σπερμολόγοαρχ.φρ. «τέτραξ ὁ μείζων» — ο τσαλαπετεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. τέτραξ με επίθημα -αξ (πρβλ. κόρ-αξ) είναι πιθ. προϊόν ονοματοποιίας, όπως και άλλα ονόματα πουλιών τής Ελληνικής (πρβλ. τετράδων, τετράων, τετραῖον, τέτριξ), καθώς και άλλων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. αρχ. ινδ. tittirah, ρωσ. teterev, λιθουαν. teterva)].
Dictionary of Greek. 2013.